- αμαυρωτικός
- -ή, -ό (Α ἀμαυρωτικός, -ή, -όν)νεοελλ.αυτός που πάσχει από αμαύρωση τών οφθαλμών ή είναι επιρρεπής σ' αυτήαρχ.αυτός που μπορεί να προκαλέσει αμαύρωση*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμαυρῶ + παραγ. κατάλ. -τικόςη λ. πέρασε στην ξεν. επιστημονική ορολογία, πρβλ. αγγλ. amaurotic, από όπου και η νεώτερη σημασία τής λ. στα νέα Ελληνικά].
Dictionary of Greek. 2013.